ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ


Το σπίτι του Αϊ Βασίλη
Μια φορά κι ένα καιρό σε μια χώρα μακρινή που τη λέγανε Λαπωνία άγνωστη για λίγους μεγάλους μα πολύ γνωστή στα μικρά παιδάκια ζούσε ο Άγιος Βασίλης με τη γυναίκα του. Και οι δυο ήταν μεγάλοι σε ηλικία ήταν όμως γέροντες με χρυσή καρδιά και πολύ αγαπημένοι. Κάθε νύχτα ο Αϊ Βασίλης σκεφτόταν τι πρέπει να κάνει ώστε την ημέρα των Χριστουγέννων όλα τα παιδάκια  να έχουν τα δώρα τους και όχι μόνο. Τα μικρά παιδάκια του γράφανε γράμματα όλο το χρόνο και τα στέλνανε στο μικρό του σπιτάκι. Ο Αι Βασίλης με τη σύζυγο του και τους πιστούς του φίλους τα ξωτικά τα διαβάζανε και στη συνέχεια κατασκεύαζαν ότι παιχνίδι ζητούσε το κάθε παιδάκι, στο γράμμα του.
Το γράμμα άρχιζε κάπως έτσι. Αγαπημένε μου Αι Βασίλη είμαι η Δέσποινα και είμαι τριών χρονων.Η μαμά μου είπε πως αγαπάς τα παιδάκια και τους πηγαίνεις δώρα τη περίοδο των Χριστουγέννων. Θα ήθελα και εγώ με τη σειρά μου να σου πω πως σ ’αγαπώ και να σου ζητήσω μια χάρη. Θέλω μια μεγάλη κούκλα και ένα αρκουδάκι, γιατί ο μπαμπάς έχασε τη δουλειά του και δεν έχουμε λεφτά. Σε ευχαριστώ Αι Βασίλη θα σε περιμένω.
Κάπως έτσι έγραφαν όλα τα παιδάκια και ο Αι Βασίλης διάβαζε δεκάδες γράμματα κάθε μέρα! Μια μέρα όμως διάβασε ένα ασυνήθιστο γράμμα. Το οποίο έλεγε. Αι Βασίλη για σου. Είμαι ο Γιαννάκης. Είμαι εννιά χρόνων και πονάω πολύ. Πριν τρις μέρες <<έχασα>> τη γιαγιά μου .Έφυγε από τη ζωή και πήγε ψηλά στον ουρανό. Όσο  ήταν μαζί μου μου έλεγε. Γιαννάκη κοίτα εδώ. Εδώ μέσα είναι η καρδιά μου! Μέσα στη καρδιά μου ζει ένα νησί που το λένε αγάπη. Το νησί μου είναι τόσο μεγάλο που χωρά εκατομμύρια παιδάκια, δάση ποτάμια, ζώα, βουνά μα πιο πολύ μέσα του ανθίζουν αγκαλιές, ακούγονται γέλια παιδικά, κελαηδούν πουλιά και κυλούν <<γάργαρα συναισθήματα>> αγάπης και στοργής. Ο Γιαννάκης μου κρατάει με τα χεράκια του το νησί αυτό και το φιλά γλυκά κάθε μέρα. Έτσι καρδιά μου δεν παθαίνει τίποτε όσο ο Γιαννάκης μου  κρατά μέσα στα χεράκια του το νησί μου. Μ’ αγαπούσε τόσο πολύ η γιαγιά μου και όσο ζούσε με φρόντιζε και μου συγχωρούσε κάθε μου αταξία. Τώρα όμως πήρε μαζί της το νησί της αγάπης .Αυτό σημαίνει πως δε με σκέφτεται και δε μ ’αγαπά πια, έλεγε ο μικρούλης και την ώρα που έγραφε το γράμμα το μούσκευε με τα δάκρυα του. Ο Αι Βασίλης μόλις διάβασε το γράμμα έκλαψε με την ιστορία του μικρού Έπρεπε με τους φίλους του τα ξωτικά, να πείσουν το μικρό παιδί πως η γιαγιά του τον αγαπά και δεν τον ξεχνά στιγμή. Αποφάσισαν λοιπόν να του φτιάξουν ένα νησί κλεισμένο σε μια καρδιά Μέσα στο νησί άφησαν ένα γράμμα  δήθεν από τη γιαγιά. Έτσι ο Γιαννάκης θα το διάβαζε και ο πόνος του θα λιγόστευε. Το γράμμα έλεγε.
Γιαννάκη μου έλειψες πολύ όλες αυτές τις μέρες που έχω να σε δω. Σ ‘αγαπώ πολύ και σε σκέφτομαι μα σε κοιτάζω από ψηλά. Βλέπω πότε κάνεις όμορφα πραγματα και πότε άσχημες πράξεις. Όπως και να ‘χει σ’ αγαπώ γλυκέ μου και γι αυτό σου στέλνω τη καρδιά μου να την προσεχείς και όταν σου λείπω να την ανοίγεις και να κοιτάς το νησί μου!! Να κλείνεις τα μάτια και να σκέφτεσαι τις βόλτες που κάναμε μαζί. Σ’ Αγαπάω ψυχή μου και δε σε ξεχνάω στιγμή. Όμως η γιαγιά πρέπει να μείνει εδώ στον ουρανό γιατί έχει το παππού παρέα και άλλους αγαπημένους. Εσύ να κοιτάς τον ουρανό και εγώ θα σου κλείνω το μάτι. Θα το καταλαβαίνεις όταν κοιτάς τα αστέρια και κάποιο από αυτά τρεμοσβήνει. Τότε θα ξέρεις πως η γιαγιά είναι εκεί και σε κοιτά και σε καμαρώνει. Σε φιλώ αγοράκι μου να προσέχεις τη μαμά σου.
Αυτό το γράμμα έβαλε ο Αϊ Βασίλης στη καρδιά που προορίζονταν για το Γιαννάκη. Τις ημέρες των γιορτών ο μικρός πήρε τα δώρα του, όμως σε κανένα  δεν έδωσε σημασία παρά μόνο στη καρδιά και στο νησί.
Το κοιτούσε ξανά και ξανά και κάθε βράδυ έπαιρνε τη καρδούλα αγκαλιά και κοιμόταν με δάκρυα χαράς και πόνου στα μάτια του . Όταν όμως δε μπορούσε να κοιμηθεί έβγαινε στο μπαλκόνι και κοιτούσε τον ουρανό και τα λαμπερά αστέρια. Όταν λοιπόν κάποιο λαμπύριζε περισσότερο ήταν σίγουρος πως η γιαγιά του έκλεινε το μάτι και κοιμόταν ευτυχισμένος Ο Αι Βασίλης έδωσε ένα μικρό κομμάτι ευτυχίας στο μικρό Γιαννάκη, όπως και σε άλλα παιδάκια












Το πηγάδι των ευχών
Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε η φήμη πως σε κάποιο χωριό υπάρχει ένα παράξενο πηγάδι. Λέγανε πως το πηγάδι είναι μαγικό και εάν έριχνες μέσα τα χρήματα σου πραγματοποιούσε και τις πιο παράξενες ευχές. Η φήμη αυτή εξαπλώθηκε και μέρα με τη μέρα συρεαν πολλοί άνθρωποι από μακριά για να κάνουν μια ευχή στο πηγάδι των ευχών.
Αυτό συνεχίζονταν για πολλά χρόνια. Καθημερινά πολλοί άνθρωποι σχημάτιζαν ατελείωτες ουρές για να καταφέρουν να πετάξουν το νόμισμα τους στο πηγάδι και να κάνουν την ευχή τους.
Όσοι πήγαιναν εκεί ήταν χαρούμενοι και μιλούσαν μεταξύ τους ανταλλάσσοντας τις ευχές τους. Μόνο ένας πήγαινε και ξαναπήγαινε χωρίς όμως να έχει πρόθεση να ευχηθεί κάτι.
Αυτός ήταν ένας κοινός κλέφτης. Έβαλε στο μάτι το θησαυρό του πηγαδιού και περίμενε τη κατάλληλη στιγμή ώστε να βάλει στο χέρι του τα χρήματα που χρόνια τώρα πολύς κόσμος έριχνε στο πηγάδι των ευχών.
Oταν έφυγε και ο τελευταίος επισκέπτης του πηγαδιού, κλέφτης αποφάσισε να δράσει. Έδεσε ένα σκοινί στη κορυφή του πηγαδιού και άρχισε να κατεβαίνει. Όμως ενω το σκοινι ηταν πολυ μεγάλο δεν έφτασε στο πάτο του πηγαδιού. Αναγκάστηκε λοιπόν να βγει και να βρει και δεύτερο σχοινί πιο μεγάλο απ’ το πρώτο μα και πάλι δεν τα κατάφερε να φτάσει στο πάτο του πηγαδιού. Τέσσερις μέρες πήγαινε ξανά και ξανά κλέφτης μέχρι που επιτέλους έφτασε στο πάτο του πηγαδιού. Εκεί  όμως  έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
Στο πηγάδι δεν υπήρχε ούτε ένα νόμισμα. Χρόνια σχεδίαζε να κλέψει το θησαυρό και τώρα ανατράπηκαν τα πάντα. Άρχισε να σκέφτεται τι μπορεί να συμβαίνει. Έσπαγε το κεφάλι του αλλά τίποτε δεν του ερχόταν στο μυαλό. Αποφάσισε να ρίξει ένα νόμισμα στο πηγάδι και να περιμένει στην επιφάνεια μέχρι την άλλη μέρα. Έριξε λοιπόν το κέρμα κάνοντας φυσικά και μια ευχή. Να είναι αυτός που θα βρει το θησαυρό.
Περιμένοντας λοιπόν έξω απ’ το πηγάδι βλέπει ένα ποντικό να μπαίνει στο πηγάδι, και λίγη ώρα αργότερα, να βγαίνει κρατώντας στο στόμα του το νόμισμα. Ο νεαρός κλέφτης αποφάσισε να ακολουθήσει το ποντικό για να δει που είναι κρυμμένα τα υπόλοιπα κέρματα.
Έτσι μετά από μια κοντινή σχετικά διαδρομή, είδε το ποντικό να μπαίνει σε μια σπηλιά .Το άνοιγμα δεν ήταν μεγάλο. Ίσα-ίσα που χωρούσε το νεαρό κλέφτη, ο οποίος μπήκε στη σπηλιά χωρίς να το σκεφτεί Όμως ο θησαυρός δεν ήταν εκεί.
 Δεν ήταν εκεί και ο ποντικός .Λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Ο κλέφτης αποφάσισε να δέσει ένα νόμισμα με μια κλωστή και με το τρόπο αυτό να ακολουθήσει το ποντικό στη φωλιά του όπου τελικά ήταν ο θησαυρός . Έτσι κι έκανε.
Την επόμενη μέρα έδεσε ένα νόμισμα με μια κλωστή  και το πέταξε στο πηγαδι.Ο ποντικός πήρε το νόμισμα δεμένο με τη κλωστή , την άκρη της οποίας κρατούσε ο κλέφτης. Τελικά ο ποντικός  μπήκε στη καλυβουλα μιας γριάς  η οποία ζούσε στην άκρη του χωριού και όλοι την έλεγαν μάγισσα, γιατί το παρουσιαστικό της έμοιαζε πολύ με κάθε κακιά μάγισσα.
Ο κλέφτης που τον λέγανε Πητερ μπήκε στο οικόπεδο της  γριάς και στάθηκε έξω απ’ τη καλύβα. Επιτέλους σκέφτηκε. Θα γίνω πλούσιος ? Εκείνη όμως τη στιγμή άκουσε τη γρια να λέει. Ευχαριστώ καλέ μου ποντικέ σε λίγο καιρό θα μπορέσω να σου δώσω την ελευθερία σου.Τη θέση σου όμως θα πάρει ο αδελφός σου . Ο Πητερ δε μπορούσε να καταλάβει πως μια γρια μιλούσε στον ποντικό λες και ήταν άνθρωπος  .Βγαίνοντας απ’τη καλύβα ο ποντικός είδε τον Πητερ κι άρχισε να τρέχει. Όμως ο νεαρός τον πρόλαβε και του είπε. Ποντικέ πως είναι δυνατόν να μιλάς με τους ανθρώπους ?Δεν είμαι ποντίκι είπε ο ποντικός και τα μάτια του βούρκωσαν. Η μάγισσα με μάγεψε και κρατά αιχμάλωτο τον αδελφό μου. Χρόνια τώρα η μάγισσα έκλεβε το θησαυρό του πηγαδιού. Εμείς δεν το γνωρίζαμε και ήρθαμε με πρόθεση να πάρουμε το θυσαυρο, μα πέσαμε πάνω της και εμένα με μεταμόρφωσε σε ποντίκι και τον αδελφό μου τον έκλεισε μέσα στα τεράστια νύχια της. Αν δε κάνω αυτά που μου λέει κόβοντας το νύχι της θα του πάρει τη ζωή.
Ο Πητερ άκουγε χαμένος. Πως σε λένε ψέλλισε; Αντι είπε ο ποντικός .Μαζί μπορούμε να τη πολεμήσουμε  είπε ο Πιτερ. Μα πως; ρώτησε το ποντικάκι . Η μάγισσα έχει φυλακίσει στα τεράστια νύχια της όλους  τους κλέφτες που κατά  καιρούς θέλησαν να κλέψουν το θυσαυρο. Θα βρούμε το τρόπο είπε ο Πιτερ και τράβηξε προς το σπίτι του ανανεώνοντας το ραντεβού με το ποντικό για την επόμενη μέρα.
Η επόμενη μέρα δεν άργησε και ο Πιτερ πηγαίνοντας στο ραντεβού κρατούσε μια σακούλα μέσα στην οποία υπήρχε μια σκόνη. Τι είναι αυτό; ρώτησε ο ποντικός .Είναι μια ειδική σκόνη που προκαλεί φαγούρα και φτάρνισμα, είπε ο Πιτερ στο ποντικό. Θα τη ρίξω στη καλύβα της μάγισσας, έτσι θα την αναγκάσω να βγει έξω για να αναπνεύσει. Τα νύχια της είναι πιασμένα με τους ανθρώπους που έχει φυλακίσει. Για να ξυθεί θα πρέπει να απελευθερωθεί  από αυτούς .Θα το κάνει χωρίς καν να το σκεφτεί.
Έτσι λοιπόν οΠητερ, την ώρα που η μάγισσα βγήκε για να πάρει φρέσκο νερό από το πηγάδι της που ήταν λίγο πιο κάτω από τη καλύβα, βρήκε την ευκαιρία και πέταξε τη σκόνη στη καλύβα. Με το που επέστρεψε η μάγισσα μέσα στη καλύβα της άρχισε να μην αισθάνεται καλά και να φταρνίζεται ξανά και ξανά, ενώ το σώμα της άρχισε να τη φαγουριζει πολύ. Χωρίς να το σκεφτεί άρχισε να κουνά πάνω κάτω τα χέρια της για να αποδεσμευτεί απ’ τους ανθρώπους που είχε φυλακίσει στα τεράστια νύχια της. O ενας μετα τον αλλο οι κλεφτες αιχμαλωτοι τρεχαν να κρυφτουν πριν τους βρει η μάγισσα και τους μεταμορφώσει σε κάτι ανάλογο με ποντικό.
 Η μάγισσα νευρίασε τόσο πολύ που πήγε μέσα στη καλύβα της σήκωσε μια τεράστια καταπακτή και έβγαλε σέρνοντας από μέσα δυο μεγάλα σεντούκια με χρυσά νομίσματα και άρχισε να τα πετά δεξιά και αριστερά. Έμοιαζε με βροχή από χρυσά νομίσματα. Ήταν η ώρα που πολύς κόσμος πήγαινε να κάνει την ευχή του στο πηγάδι των ευχών. Όταν είδαν τα νομίσματα να πάνε πάνω κάτω όλοι πήγαν προς τα εκεί
Νομιζαν πως ονειρευονται. Ειχε γεμισει ο τόπος χρυσά νομίσματα. Ο καθένας άρχισε να μαζεύει ότι ημπορεί. Ο Πιτερ δεν το είχε υπολογίσει αυτό. Μάζεψε κι αυτός ότι μπορούσε αλλά σε καμία περίπτωση δε σκέφτηκε τέτοια εξέλιξη. Η μάγισσα από τα νεύρα της πήρε τα βουνά. Ενώ λύθηκαν τα μάγια και ο ποντικός έγινε κανονικός άνθρωπος. Ενώ όλοι οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι της μάγισσας πήραν τη κανονική τους μορφή. Όλοι ευχαρίστησαν το Πιτερ που τους έδωσε πίσω τη ζωή τους και από εκείνη τη στιγμή αποφάσισαν να αλλάξουν τρόπο ζωής. Διότι η ζωή τους έκανε δώρο την ελευθερία τους. Έπρεπε να φανούν αντάξιοι της γενναιοδωρίας της Γίνανε λοιπόν καλοί και τίμιοι άνθρωποι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα !!!!!



                                             O γάμος των ξωτικών

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα πολύ όμορφο δάσος γινόταν ένας γάμος μεταξύ των ξωτικών  του δάσους. Στο γάμο αυτό ήταν όλοι καλεσμένοι. Οι καλές νεράιδες φέρνοντας μαζί τους τις πιο καλές ευχές για το νεόνυμφο ζευγάρι, ξωτικά από όλα τα μήκη και πλάτη της γης, μάγοι όλου του κόσμου με τεράστια καπέλα μάγισσες με τις μαγικές τους σκούπες. Όλα ήταν τόσο όμορφα φτιαγμένα.
Η μουσική ήταν ένα μαγευτικό συνοθύλευμα από φλογέρες, άρπες λύρες, φυσαρμόνικες κλειδοκύμβαλα, ακορντεόν και αλλά υπέροχα όργανα που παίζουν μόνο τα μικρά ξωτικά του δασούς.
Το πιο όμορφο θέαμα ήταν ο χορός των μαγισσών, όπου μάγισσες με πανέμορφα σατέν φορέματα με έντονα χρώματα χόρευαν με τους μάγους. Τα ξωτικά μικρά και μεγάλα αγκαλιάζονταν και χόρευαν ανάλαφρα πάνω στα γάργαρα νερά του ποταμού που διέσχιζε το μεγάλο δάσος. Πυγολαμπίδες χόρευαν ακατάπαυστα δίνοντας ένα γλυκό χρώμα στην όλη γιορτή. Όλοι μαζί χαίρονταν τα περίεργα φαγητά, τους απολαυστικούς χυμούς τις γλυκές μαρμελάδες το κάθε λογής γάλα και τα περίεργα γλυκίσματα. Το φεγγάρι λες και ήταν καλεσμένο στη γιορτή είχε βάλει το γιορταστικό του χρώμα και φώτιζε τον ουρανό κάνοντας τη βαρκάδα με τις γόνδολες απολαυστική και συνάμα ρομαντική.
Το δάσος είχε στολιστεί από τις καλές νεράιδες με περίεργους φιόγκους και κάθε λογής παράξενα λουλούδια. Ορχιδέες για το τραπέζι των νεόνυμφων, ανεμώνες και χρυσάνθεμα για τα τραπέζια των καλεσμένων, ενώ διάφορα μυρωδικά που το δάσος χάριζε απλόχερα είχαν στηθεί σε γλαστράκια γύρω απ’ τους καλεσμένους. Τριανταφυλλιές γαρουφαλλιές, γιασεμί αγιόκλημα, όλα πανέμορφα φτιαγμένα γι αυτόν τον υπέροχο γάμο. Οι νεόνυμφοι συνεπαρμένοι από τη μουσική και το απίστευτα ρομαντικό περιβάλλον χόρευαν όλο το βράδυ, προκαλώντας τις επευφημίες και το χειροκρότημα των καλεσμένων. Τεράστια.....(συνέχεια)





Το νησί με τις μαγικές μπουρμπουλήθρες
Πάνε περίπου δυο μήνες από τότε που ο μικρός Κρίστοφερ ναυάγησε στο νησί του Παραδείσου. Στην αρχή έκλαιγε και παραπονιόταν γιατί η μόνη του συντροφιά ήταν το μικρό σκυλάκι του και ο παππούς του. Σκέφτηκε όμως πως με τα κλάματα δεν βγάζει πουθενά και αποφάσισε να διασκεδάσει το χρόνο του εξερευνώντας το νησί, παρέα πάντα με τον Χουπερ το μικρό σκυλάκι του. Άρχισαν λοιπόν τις εξορμήσεις στις παραλίες του νησιού. Ο παππούς του έλεγε να είναι προσεκτικός και να μην απομακρύνεται, μα οΚριστοφερ δεν άκουγε ποτέ τους μεγάλους.
Ο ήλιος άρχισε να δύει και λίγο αργότερα τα πρώτα αστεράκια έκαναν την εμφάνιση τους στον ουρανό. Η νύχτα ήταν λίγο κρύα για το μηνά Αύγουστο. O Κριστοφερ ήξερε το μήνα αλλά όχι τη μέρα ήταν. Δεν είχε σημασία ποια. Για το μικρό παιδί λίγο φαγητό, πολύ παιχνίδι και η ζωή ήταν τέλεια.
Κοιτώντας τον ουρανό μετά από το ωραίο δείπνο που ετοίμασε ο παππούς ο Κριστοφερ είδε να πετάγονται από τη θάλασσα μικρές φούσκες που όλο και περισσότερες γίνονταν συννεφάκια και ταξίδευαν προς το δασός του νησιού. Για μια στιγμή το μικρό παιδί έτριβε τα μάτια του. Νόμιζε πως τα είχε δει στον ύπνο του. Όμως η θάλασσα ήρεμη σαν το λαδί έβγαζε στην επιφάνεια της χιλιάδες φούσκες και όλες ταξίδευαν ρυθμικά στο βάθος της ζούγκλας.
Ο Κριστοφερ δε φοβήθηκε. Κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα θέλοντας να πιάσει τις μικρές φούσκες και κάθε φορά που τις άγγιζε αυτές εξαφανίζονταν. Άνοιξε τα μάτια του διάπλατα να χαρεί τα χρώματα. Πο πο ! Χιλιάδες φούσκες με πολύχρωμα χρώματα να χορεύουν δεξιά και αριστερά θα έλεγε κανείς πως κάποιος τις καθοδηγούσε. Ο μικρός Κριστοφερ άκουσε στο βάθος της θάλασσας έναν ήχο λες και κάποιος έπαιζε φλογέρα. Τι ωραίος ήχος! Μαγεύτηκε ο μικρός τόσο που έκλεισε τα μάτια κι έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Απ’ το πρωί ο Κριστοφερ <<κάρφωσε>> τα μάτια του στη θάλασσα και δεν έλεγε να κουνηθεί. Ανυπομονούσε να έρθει η δύση του ηλίου για να δει και πάλι τον ανεξέλεγκτο χορό και τα χιλιάδες χρώματα από τις μπουρμπουλήθρες που χόρευαν. Η δύση του ηλίου ήρθε και ο μικρός τα έχασε με το θέαμα που αντίκρισε. Μέσα στις μικρές φούσκες φαινόταν καθαρά μικρές ανθρώπινες φιγούρες με μορφές γυναικείες, αντρικές και παιδικές. Η μουσική που ακούγονταν ερχόταν από τα βαθύ του εδάφους μέσα απ’ το δάσος. Οι φούσκες ταξίδευαν ως εκεί και το ξημέρωμα και πάλι επέστρεφαν στο βαθύ του ωκεανού. Τι ήταν όλα αυτά? Αναρωτιόταν ο Κριστοφερ.
Υπήρχε τελικά εξήγηση για όλα αυτά. Το νησί του παραδείσου ανήκε στο βασιλιά του Ωραιόκοσμου μέχρι που αποφάσισε να το χαρίσει στον ανιψιό του στον πρίγκιπα Μαγγιτος. Όταν ο πρίγκιπας γνώρισε τη μέλλουσα γυναίκα του την πριγκίπισσα του διπλανού νησιού, ο βασιλιάς του Ωραιόκοσμου ζήλεψε, αρνήθηκε την αγάπη που είχε για τον ανιψιό του και έχοντας πολύ μίσος μέσα του για την ευτυχία του ανιψιού του, ζήτησε τη βοήθεια της κακιάς μάγισσας του Νεραϊδόκοσμου. Της έδωσε για αντάλλαγμα πολλά σακιά με χρυσό και επίσης της δώρισε το νησί των Άστρων που όμοιο του σε ομορφιά δεν υπήρχε πουθενά στον Ωραιόκοσμο. Η μάγισσα την ημέρα που οργανώθηκε ο γάμος του πρίγκιπα φυλάκισε, αυτόν, τη πριγκίπισσα, τις οικογένειες τους και τους καλεσμένους μέσα σε μικρές φούσκες, χαρίζοντας απίστευτη χαρά στο κακό θείο του πρίγκιπα. Κάθε βραδύ η κακιά μάγισσα έπαιζε φλογέρα και υποχρέωνε τις φούσκες να κάνουν χιλιόμετρα απ’ τη θάλασσα ως το δάσος χορεύοντας χωρίς να νιώθει τύψεις για την κακή συμπεριφορά της . Τα μάγια μπορούσαν μόνο να λυθούν εάν κάποιος έκλεβε τη φλογέρα της μάγισσας και την έκαιγε στη φωτιά.
Ο Κριστοφερ χωρίς να το θέλει είχε μαγευτεί απ τους ήχους της φλογέρας και αποφάσισε να την αποκτήσει. Έφτασε λοιπόν κάποιο δειλινό μέχρι τα βαθύ του δασούς. Εκεί είδε τη μάγισσα να παίζει φλογέρα και γύρω απ αυτή να χορεύουν ρυθμικά οι μικρές φούσκες με τις ανθρώπινες φιγούρες. Η μάγισσα κουράστηκε και έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ο μικρός χωρίς να το πολυσκεφτεί αποφάσισε να κλέψει τη φλογέρα. Έτσι λοιπόν μόλις η μάγισσα αποκοιμήθηκε πήγε σιγά-σιγά και της πήρε τη μαγική φλογέρα από τα χέρια . Όμως η μάγισσα ξύπνησε και όταν κατάλαβε τι συνέβη έβγαλε μια απαίσια στριγκλιά και κοίταξε με τα κατακόκκινα μάτια της τον Κριστοφερ. Ο μικρός τρόμαξε και άρχισε να τρέχει κρατώντας τη φλογέρα στο χεράκι του. Μετά από πολύ δρόμο και τρέξιμο έφτασε στη παραλία όπου ο παππούς του είχε ανάψει φωτιά για το βραδινό τους φαγητό. Εξαντλημένος ο μικρός άρχισε να διηγείται τι συνέβη. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ιστορία του όταν εμφανίστηκε η κακιά μάγισσα πιο άσχημη και πιο κακιά από ποτέ. Πριν προλάβει ο Κριστοφερ να αντιδράσει η μάγισσα χτύπησε το χέρι του με το μαγικό της ραβδί όμως για κακή της τύχη η φλογέρα έπεσε πάνω στη φωτιά. Η μάγισσα τότε άρχισε να κλαίει και να παρακαλάει να τη λυπηθεί ο βασιλιάς γιατί τα μάγια είχαν πλέον λυθεί. Σιγά-σιγά οι φούσκες σπαγάνε και κάθε μικρή φιγούρα έπαιρνε την ανθρωπινή της μορφή. Έτσι εμφανίστηκε ο πρίγκιπας Μαγγιτος και η πριγκίπισσα Σερανα. Ο πρίγκιπας κατευθύνθηκε προς τον μικρό σφίγγοντας του το χέρι που βοήθησε να λυθούν τα μάγια και στη συνέχεια απευθύνθηκε στη μάγισσα. Για εσένα δεν υπάρχει έλεος της είπε. Θα πας φυλακή για όλο το κακό που μας έκανες!
Έτσι λοιπόν συνεχίστηκε ο γάμος του πρίγκιπα και της πριγκίπισσας μόνο που αυτή τη φορά ο θείος του πρίγκιπα ο βασιλιάς του Ωραιόκοσμου δεν παραβρέθηκε γιατί έχασε τα λογικά του απ’ τις τύψεις και τη ντροπή του. Ο πρίγκιπας ευχαρίστησε το μικρό Κριστοφερ, τον αντάμειψε με πολλά δώρα και δίνοντας του ένα καράβι και πλήρωμα του ζήτησε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Έτσι ο μικρός μας ήρωας επέστρεψε στη χώρα του γεμάτος εμπειρίες και πιο χαρούμενος από ποτέ. Μα και ο πρίγκιπας έζησε ευτυχισμένος στο πλευρό της αγαπημένης του για πάρα πολλά χρόνια!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου